- αὐτεξουσιότητα
- αὐτεξουσιότηςfree willfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτεξουσιότητα — η (AM αὐτεξουσιότης) [αυτεξούσιος] το να είναι κανείς αυτεξούσιος … Dictionary of Greek
ανεξαρτησία — η ελευθερία, αυτοτέλεια, αυτεξουσιότητα: Η Ελλάδα το 1821 αγωνίστηκε για ελευθερία και ανεξαρτησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτεξούσιος — α, ο επίρρ. α αυτός που είναι κύριος του εαυτού του, που δε βρίσκεται στην εξουσία άλλου, ο ελεύθερος: Οι λαοί αγωνίζονται να γίνουν αυτεξούσιοι στον τόπο τους· το ουδ. ως ουσ., το αυτεξούσιο το δικαίωμα ή η ικανότητα να είναι κανείς αυτεξούσιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοκέφαλος — η, ο εκείνος που είναι ο ίδιος κεφαλή, εξουσία, ο αυτεξούσιος, ο ανεξάρτητος: Η εκκλησία της Ελλάδας είναι αυτοκέφαλη. Το ουδ. ως ουσ., το αυτοκέφαλο η αυτεξουσιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)